- άχρωμος
- 1) blême2) incolore
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἄχρωμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχρωμος — η, ο (AM ἄχρωμος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει χρώμα 2. ωχρός, ξεθωριασμένος 3. εκείνος που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, ασήμαντος αρχ. μσν. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αναιδής … Dictionary of Greek
άχρωμος — η, ο αυτός που δεν έχει χρώμα: Για να ναι έτσι άχρωμος, θα υποφέρει από κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχρωμότερον — ἄχρωμος adverbial comp ἄχρωμος masc acc comp sg ἄχρωμος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχρωμον — ἄχρωμος masc/fem acc sg ἄχρωμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχρώμοις — ἄχρωμος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχρωμοι — ἄχρωμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PALLIDI — et mali coloris homines, impudentes fere et inverecundi habebantur dicebanturque, nisi pallor ille ex studiorum contentione contractus videretur. Martial. l. 7. Epigr. 3. Esset, Maxime, cum mali coloris, Versus scribere coepit Oppianus.… … Hofmann J. Lexicon universale
γρανάτες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών, που κρυσταλλώνονται στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος, με συνηθέστερη μορφή κρυστάλλων ρομβικού, 12έδρου ή δελτοειδούς 24έδρου. Χημικά ορίζεται με το γενικό τύπο X2Y3(SiO4)3, όπου το X παριστά τα δισθενή στοιχεία… … Dictionary of Greek
πυρόξενοι — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών που συμμετέχουν στη σύσταση πολλών πετρωμάτων, πολλές φορές ως θεμελιώδη ορυκτολογικά συστατικά. Ο ιδανικός χημικός τύπος της ομάδας αυτής ορυκτών είναι: R2Si2O6, όπου το R δείχνει το μαγνήσιο Mg2Si2O6,… … Dictionary of Greek
Tourmaline — Schorl Tourmaline General Category Cyclosilicate Chemical formula (Ca,K,Na,[ … Wikipedia